- ἀδεύητος
- ἀδεύητος, ον, [dialect] Ep. form of ἀδέητος, Hsch.: [full] ἀδεύητον· χαλεπόν, ἢ οὗ οὐκ ἄν τις ἔτι δεηθείη, EM17.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδεύητον — ἀδεύητος masc/fem acc sg ἀδεύητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)